Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματσάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ματσάκι το.
  • Μικρή δέσμη:
    • ένα αλυσίδι ματσάκι (Διαθ. 17. αι. 796).

[<ουσ. μάτσο + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες