Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματογυάλια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματογυάλια τα [matojála] Ο44α : (παρωχ.) γυαλιά που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης ή απλώς για την προστασία των ματιών.

[λόγ. ομματοϋάλια < ομματ- (όμμα) -ο- + ύαλ(ος) -ιον (πληθ. -ια) μτφρδ. αγγλ. eyeglasses, με προσαρμ. κατά τα μάτι, γυαλί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες