Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ματζουράνα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ματζουράνα η· μαζουράνα.
  • Αρωματικό φυτό:
    • ματζουράνα … και βασιλικούς (Σαχλ., Αφήγ. 746).

[<βεν. mazorana· πβ. και παλαιότ. ιταλ. magiurana (Battaglia, λ. maggio‑). Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. (Βλάχ.) και τ. ‑ντζ‑ (Meursius) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go