Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαιότης η.
-
- 1) Το να είναι κ. ανώφελο ή δίχως σκοπό:
- τα πάντα ματαιότης (Ιστ. Βλαχ. 1337).
- 2) Φθορά:
- Η κτίσις υποτάχθη εις την ματαιότητα (Χριστ. διδασκ. 61).
[μτγν. ουσ. ματαιότης. Τ. ‑τητα σήμ.]
- 1) Το να είναι κ. ανώφελο ή δίχως σκοπό:



