Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαιολογία η.
-
- Άσκοπη ή ανόητη ομιλία:
- τον καιρόν μας χάνομεν στες ματαιολογίες (Ιστ. Βλαχ. 2336).
[μτγν. ουσ. ματαιολογία. Η λ. και σήμ.]
- Άσκοπη ή ανόητη ομιλία:



