Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματαιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ματαιάζω.
  • Λέω ή ζητώ κ. μάταια:
    • να τριγυρίζεις, να ζητείς, «δότε» να ματαιάζεις (Ριμ. Βελ. ρ 930).

[μτγν. ματαιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες