Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματίζω [matízo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) αυξάνω το μήκος ενός αντικειμένου προσθέτοντας ένα άλλο κομμάτι: ~ ένα σκοινί / μία αλυσίδα. || (επέκτ.): ~ μία ποσότητα / ένα ποσοστό.
[αρχ. ἁμματίζω `δένω΄ (ἅμμα `κόμπος, κορδόνι΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]