Παράλληλη αναζήτηση
| 120 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματ το [mát] Ο (άκλ.) : σκακιστικός όρος που δηλώνει ήττα του αντιπάλου, καθώς ο βασιλιάς του απειλείται άμεσα χωρίς να μπορεί να ξεφύγει: Kάνω ~. (έκφρ.) ρουά / σαχ ~, η σχετική προειδοποίηση. || (μτφ.) το τελειωτικό χτύπημα στον αντίπαλο: Mε τη δήλωσή του έκανε (ρουά) ~ στους πολιτικούς του αντιπάλους. || (ως επίθ.): Mε μία ~ κίνηση πέτυχε αυτό που ήθελε.
[λόγ. < γαλλ. mat (προφ. [mat] ) < αραβ. māt `θάνατος΄, shah māt `θάνατος του βασιλιά΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματ [mát] Ε (άκλ.) : που δεν είναι στιλπνός: ~ χαρτί / ύφασμα / δέρμα / γυαλί. Φωτογραφίες σε ~ χαρτί. || (ως ουσ.).
[λόγ. < γαλλ. mat (προφ. [mat] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- ματά, πρόθ.,
- βλ. μετά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματα- [mata] : (λαϊκότρ.) πρόθημα σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει επανάληψη της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα που υπάρχει ως β' συνθετικό· (πρβ. ξανα-): ματαβρίσκω, ματαέρχομαι, ματαλέω, ματαπηγαίνω.
[μσν. ματα- < αρχ. μετα- με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] : μσν. ματα-γεννούμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαβάνω,
- βλ. μεταβάνω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαβαπτίζομαι,
- βλ. μεταβαπτίζομαι.
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαβαπτίζω,
- βλ. μεταβαπτίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαγγαστρώνομαι,
- βλ. μεταγγαστρώνομαι.
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαγεννούμαι,
- βλ. μεταγεννούμαι.
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαγίνομαι,
- βλ. μεταγίνομαι.



