Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαστροχαλαστής ο [mastroxalastís] Ο7 : (ειρ.) γι΄ αυτόν που, χωρίς να έχει τις απαραίτητες ικανότητες, προσπαθεί συνεχώς να επισκευάζει κτ. ή να κατασκευάζει κτ. αλλά οι ενέργειές του φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
[μαστρο- + χαλαστής]



