Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαστροπός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστροπός ο [mastropós] Ο17 θηλ. μαστροπός [mastropós] Ο34 : αυτός που προωθεί γυναίκες στην πορνεία και τις εκμεταλλεύεται.

[λόγ. < αρχ. μαστροπός ὁ, ἡ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go