Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαστορικά, επίρρ.
-
- Με τέχνη, επιτήδεια:
- με την θωριάν εθρέφουντα, μαστορικά επερνούσα (Ερωτόκρ. Ά 2192).
[<επίθ. μαστορικός. Η λ. στο Βλάχ.]
- Με τέχνη, επιτήδεια:



