Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαστίζω [mastizo] -ομαι Ρ2.1 : για κτ. βλαβερό ή κακό που υπάρχει ή συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό, με συνέπεια να προκαλεί μεγάλες ταλαιπωρίες: Πείνα κι επιδημίες μάστιζαν τη χώρα. Mεγάλα τμήματα του λαού μαστίζονται ακόμα από τον αναλφαβητισμό.
[λόγ. < αρχ. μαστίζω `μαστιγώνω΄ σημδ. γαλλ. flageller]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαστίζω.
-
- 1)
-
- α1) Μαστιγώνω, τιμωρώ:
- (Δούκ. 5724), (Αλεξ. 1448)·
- α2) (μεταφ.) πλήττω, προκαλώ συμφορές:
- εμάστιζε (ενν. ο Μωϋσής) την Αίγυπτον επάξας εν αυτῄ πληγάς μεγάλας (Ψευδ-Σφρ. 48611)·
- α1) Μαστιγώνω, τιμωρώ:
- β) χτυπώ:
- την ουράν εκίνει (ενν. ο δράκων) …, την γην εμάστιζε σφοδρώς (Διγ. A 2916).
-
- 2) Τραυματίζω, πληγώνω:
- την … κεφαλήν τηρεί του μη μαστιχθήναι (Φυσιολ. (Zur.) ΧΙΧ 4b5).
[αρχ. μαστίζω. Η λ. και σήμ.]
- 1)



