Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μασκαραλίκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαραλίκι το [maskaralíki] Ο44α : ανεπίτρεπτη πράξη ή συμπεριφορά που συνήθ. συνοδεύεται και από γελοιότητα: Πρέπει να ντρέπεσαι για τα μασκαραλίκια σου.

[τουρκ. maskaralιk ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go