Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μασκαράς
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
μασκαράς ο· μασχαράς· μοσχαράς.
  • α) Προσωπιδοφόρος (σε καρναβάλι):
    • να μασε περιπαίζουσι ωσάν τους μασκαράδες (Μαρκάδ. 454
  • β) γελωτοποιός:
    • Παιγνίδια είχουν 'ρίφνητα και μοσχαράδες τόσους (Θησ. Ζ́ [1053]).

[<βεν. - παλαιότ. ιταλ. scara + κατάλ. ‑άς, αν όχι <βεν. imascarà «μασκαρεμένος»· πβ. και τουρκ. maskara - mashara. Ο τ. μασχ‑, καθώς και τ. μοσκ‑, στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαράς 1 ο [maskarás] Ο1 : αυτός που μεταμφιέζεται για να πάρει μέρος σε εορταστική εκδήλωση κατά την περίοδο της αποκριάς· καρναβάλι2: Nτύνομαι / γίνομαι ~.

[παλ. ιταλ. ή βεν. mascara (δες μάσκαρα) με τονική επίδρ. της λ. μασκαράς 2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαράς 2 ο : 1. (μειωτ.) αυτός που κάνει μασκαραλίκια: Tης υποσχέθηκε γάμο ο ~, ενώ ήταν παντρεμένος. 2. για δήλωση θαυμασμού ή συμπάθειας για κπ.: Bρε το μασκαρά· τα κατάφερε. μασκαρατζίκος ο YΠΟKΟΡ.

[τουρ. maskara < αραβ. mashara· μασκαρ(άς) -ατζίκος κατά το φουκαρατζίκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go