Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασγίδιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μασγίδιον το· ισμαγίδιον· ισμαΐδι· ισμαΐδιον· μασγίδιν· μασγιδίον· μοσγίτιν· σμαγίδιν· σμαΐδι.
— Βλ. και μετζίτιον.
  • Τζαμί:
    • Την Αγία Σοφία του Θεού … εποίκασιν μασγίδιν (Θρ. Κων/π. (Mich.) 76).

[<αραβ. masdjid. Η λ. το 10. αι. (Meursius, Du Cange, Soph.)· βλ. και Mor. II 182-3]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες