Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάσα η [mása] Ο25α : (λαϊκ.) 1. το φαΐ: Όλο τη ~ έχει στο νου του. Θα κάνουμε καλές μάσες τώρα το Πάσχα. ΦΡ μάσες ξάπλες (φούμες), για τεμπελιά ή αδράνεια. 2. (μτφ.) το μεγάλο οικονομικό κέρδος: Aυτή η δουλειά έχει πολλή ~· μην την αφήσεις.

[μασ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μάσα η,
βλ. μάσσα (I) και (II).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασάζ το [masáz] Ο (άκλ.) : συστηματική μάλαξη του ανθρώπινου σώματος ή ορισμένων τμημάτων του με στόχους θεραπευτικούς ή αισθητικούς: ~ με τα χέρια / με ειδικό μηχάνημα. Kάνω ~. Kάνω ~ σε ειδικό μασέρ. Tου έκανε ~ και ανακουφίστηκε.

[λόγ. < γαλλ. massage]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάσαλα [másala] επιφ. : (λαϊκότρ., παρωχ.) για να εκφράσουμε θαυμασμό, επιδοκιμασία, επιβράβευση ή για αποτροπή βασκανίας: ~ το παιδί, πόσο ψήλωσε!

[τουρκ. maşallah (από τα αραβ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασάλι το [masáli] Ο44 : (προφ., σπάν.) ψέμα ή σαχλαμάρα.

[τουρκ. masal `παραμύθι, ψέμα΄ (αραβ. mesel) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες