Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασίφ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασίφ [masíf] Ε (άκλ.) : που είναι συμπαγής, που αποτελείται ολόκληρος από το ίδιο υλικό: Έπιπλα από ξύλο ~.

[λόγ. < γαλλ. massif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες