Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρσιποφόρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρσιποφόρο το [marsipofóro] Ο39 : θηλαστικό που το θηλυκό του διαθέτει μάρσιπο: Tο πιο γνωστό ~ είναι το καγκουρό. || (ως επίθ.): ~ ζώο.

[λόγ. μάρσιπ(ος) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος απόδ. νλατ. marsupialis < νλατ. marsupium (στη νέα σημ.) < λατ. marsupium `τσέπη΄ < αρχ. μαρσίππιον, -ύπιον υποκορ. του μάρσιππος, -υπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες