Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρς [márs] επιφ. : 1α. (γυμν.) παράγγελμα για έναρξη του βάδην, του τροχάδην ή του σημειωτόν: Εμπρός ~! β. (μουσ., ως ουσ.) το μαρς, τραγούδι ή ρυθμός που αντιστοιχεί στο βάδην, στο τροχάδην, στο σημειωτόν: Kοντσέρτο / εμβατήριο με γρήγορα ~. || στρατιωτικό εμβατήριο. 2. για την έναρξη μιας κίνησης ή ενέργειας: Άντε, σηκωθείτε, ώρα να πηγαίνουμε· εμπρός ~!
[λόγ. < γαλλ. marche]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρσάρισμα το [marsárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαρσάρω: Aποφεύγετε τα άσκοπα μαρσαρίσματα, γιατί προκαλούν μεγάλη κατανάλωση βενζίνης. || ο σχετικός θόρυβος: Ενοχλητικά μαρσαρίσματα.
[μαρσαρισ- (μαρσάρω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρσάρω [marsáro] -ομαι Ρ6 : α. πατάω πολύ το γκάζι του αυτοκινήτου ή της μοτοσικλέτας, έχοντας βάλει συνήθ. μικρή ταχύτητα: Nεαροί που μαρσάρουν με τις μηχανές τους. β. προκαλώ έντονο θόρυβο πατώντας πολύ το γκάζι του αυτοκινήτου ή της μοτοσικλέτας.
[γαλλ. march(er) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάρσιπος ο [mársipos] Ο19 : πτυχή του δέρματος, όμοια με σάκο, που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια της κοιλιάς των θηλυκών ορισμένων ζώων, τα οποία τη χρησιμοποιούν για να βάζουν μέσα τα νεογνά τους.
[λόγ. < αρχ. μάρσιππος `σάκος΄ (δες στο μαρσιποφόρο)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρσιποφόρο το [marsipofóro] Ο39 : θηλαστικό που το θηλυκό του διαθέτει μάρσιπο: Tο πιο γνωστό ~ είναι το καγκουρό. || (ως επίθ.): ~ ζώο.
[λόγ. μάρσιπ(ος) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος απόδ. νλατ. marsupialis < νλατ. marsupium (στη νέα σημ.) < λατ. marsupium `τσέπη΄ < αρχ. μαρσίππιον, -ύπιον υποκορ. του μάρσιππος, -υπος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαρσίππιον το.
-
- 1) Μικρός σάκος, σακίδιο (συν. καβαλάρη ή οδοιπόρου):
- έλαβεν το μαρσίππιον μετά την βακτηρίαν (Φλώρ. 21).
- 2) Πουγγί, βαλάντιο:
- Άνθρωποι δύο ερχόμενοι καθ’ οδόν εύρον μαρσίππιον (Rechenb. 611, 2).
[αρχ. ουσ. μαρσίππιον. Η λ. σε παπυρ. και σήμ. σε διάφ. τ. ποντ.]
- 1) Μικρός σάκος, σακίδιο (συν. καβαλάρη ή οδοιπόρου):



