Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαρουλόφυλλο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρουλόφυλλο το [marulófilo] Ο41 : φύλλο από μαρούλι: Tα μαρουλόφυλλα θέλουν καλό πλύσιμο. Σκορπάει τα λεφτά του σαν μαρουλόφυλλα, τα ξοδεύει αλύπητα.

[μσν. μαρουλόφυλλο(ν) < μαρούλ(ι) -ο- + φύλλο(ν)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρουλόφυλλον το.
  • Μαρουλόφυλλο:
    • (Συναξ. γαδ. 264).

[<ουσ. μαρούλι(ο)ν + φύλλον. Η λ. στο Βλάχ. (‑λα) και σήμ. (‑ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go