Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαρουλόσπορος ο.
-
- Σπόρος του μαρουλιού:
- Μαρουλόσπορον μετά οίνου δος πιείν (Ιατροσόφ. 372).
[<ουσ. μαρούλι(ο)ν + σπόρος. Ουδ. ‑ον στο Du Cange (λ. μαρούλιον). Η λ. στον Πλανούδη και σήμ.]
- Σπόρος του μαρουλιού:



