Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαροκέν το [marokén] Ο (άκλ.) : 1. είδος μεταξωτού υφάσματος. 2. είδος δέρματος από κατσίκα. || (ως επίθ.): ~ δέρμα.
[λόγ. < γαλλ. maroquin < Maroc `Μαρόκο΄, χώρα όπου πρωτοκατασκευάστηκε]



