Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαρμελάδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρμελάδα η [marmeláδa] Ο26 : πολτώδες παρασκεύασμα από βρασμέ να φρούτα και ζάχαρη: ~ από μήλα / από ροδάκινα. ~ φράουλα / κεράσι / ροδάκινο. Έφαγε μία φέτα ψωμί με βούτυρο και ~.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. marmelad(e) (ορθογρ. δαν.) < πορτογαλ. marmelada < marmelo < λατ. melimelum [-mélum] < ελνστ. μελίμηλον `γλυκόμηλο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go