Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρμαροθέτημα το [marmaroθétima] Ο49 : 1. επιφάνεια τοίχου ή δαπέδου που έχει διακοσμητικά σχέδια καμωμένα με μαρμάρινες πλάκες. 2. (λόγ.) μωσαϊκό.
[λόγ. μάρμαρ(ον) -ο- + -θέτημα < -θετ(ώ) -ημα]



