Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαρκετερί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκετερί η [marketerí] Ο (άκλ.) : ονομασία τεχνικής η οποία χρησιμοποιείται στη διακόσμηση επιφανειών, ιδίως των επίπλων.

[λόγ. < γαλλ. marqueterie]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go