Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρκίζα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκίζα η [markíza] Ο25α : 1. προεξοχή στη στέγη ή και σε άλλο σημείο ενός κτιρίου, η οποία προστατεύει τον τοίχο από τη βροχή: Στενή / φαρδιά ~. Έπεσε ένα κομμάτι από ~ και τραυμάτισε δύο περαστικούς. 2. αναρτημένο ταμπλό, σε θέατρο, κέντρο διασκέδασης κτλ., όπου αναγράφονται τα ονόματα των πρωταγωνιστών, καλλιτεχνών κτλ.: Διέκοψαν τη συνεργασία τους, γιατί διαφώνησαν στον τρόπο με τον οποίο θα παρουσιαστούν τα ονόματα στη ~. Πόλεμος της μαρκίζας, οι διαφωνίες για τον τρόπο, τη σειρά αναγραφής των ονομάτων.

[γαλλ. marquis(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες