Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαρκάρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκάρισμα το [markárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαρκάρω. 1. (αθλ., για παίχτη αντίπαλης ομάδας) παρεμπόδιση της κίνησής του: Aντικανονικό ~. Στενό ~ και ως ΦΡ για επίμονη παρακολούθηση ή για πιεστική συμπεριφορά. 2. τοποθέτηση χαρακτηριστικού, αναγνωριστικού σήματος: Tο ~ των ρούχων.

[μαρκαρισ- (μαρκάρω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go