Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαριόλικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαριόλικος -η -ο [marjólikos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μαριολιά: Mαριόλικο χαμόγελο. Mαριόλικα μάτια. μαριόλικα ΕΠIΡΡ: Παίζει ~ το μάτι του.

[μαριόλ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go