Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαρδάς ο.
-
- Εμπόρευμα (συν. άχρηστο, κακής ποιότητας) που προσφέρεται σε τιμή ευκαιρίας:
- όποιος επήρεν μαρδά … εζημιώθην (Συναδ. φ. 170v).
[<τουρκ. marda. Λ. μαρδά η σήμ. ποντ. Η λ. στο Somav. (λ. ‑άδες) και σήμ. κρητ.]
- Εμπόρευμα (συν. άχρηστο, κακής ποιότητας) που προσφέρεται σε τιμή ευκαιρίας:



