Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαραγκός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραγκός ο [maraŋgós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει απλά, πρόχειρα ξύλινα έπιπλα ή άλλες ξύλινες κατασκευές· (πρβ. ξυλουργός).

[βεν. marango(n) ]

[Λεξικό Κριαρά]
μαραγκός ο.
  • Ξυλουργός·
    • ιδ. καραβομαραγκός:
      • (Κατά ζουράρη 59), (Πορτολ. Α 2543), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28016).

[<βεν. marangon. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go