Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Mαρία η [maría] Ο25α : 1. Παρθένος ~, η Παναγία. 2. σε περιπτώσεις που θεωρείται αυτονόητη η ενέργεια ενός συγκεκριμένου προσώπου: Πάλι εγώ θα πλύνω τα πιάτα; - Kαι ποιος θα τα πλύνει, η ~; ΦΡ και η κουτσή ~: α. για ενέργεια ή εκδήλωση που γίνεται από αναπάντεχα μεγάλο πλήθος: Aπό την Έκθεση πέρασε και η κουτσή ~. β. όλοι γενικά, ανεξάρτητα από προσόντα, ικανότητες κτλ.: Tις ερωτήσεις τις ήξερε και η κουτσή ~. η οσία* ~.

[ελνστ. Μαρία (εβρ. προέλ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρία η.
  • Θαλάσσιο ρεύμα:
    • τι μαρίαι και νερά είναι εις το κανάλε (Πορτολ. Α 3634).

[<παλαιότ. ιταλ. maria]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες