Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρέν [marén] Ε (άκλ.) : μόνο στο μπλε* ~.
[λόγ. < γαλλ. bleu marine]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαρεντίζω.
-
- Κολατσίζω το απόγευμα:
- (Στάθ. Γ́ 62).
[<ουσ. μαρέντα (Πιτυκ., Κόμης, <βεν. marenda) + κατάλ. ‑ίζω· πβ. βεν. marendar. Λ. με‑ (<ουσ. μερέντα <ιταλ. merenda) στο Somav. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)· τ. μαρα‑ ιδιωμ. (Κουσαθανάς)]
- Κολατσίζω το απόγευμα:



