Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαράζι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαράζι το [marázi] Ο44 : μακροχρόνια στενοχώρια που προέρχεται ιδίως από ανεκπλήρωτη επιθυμία: Mεγάλο / πικρό / κρυφό ~. Πέθανε από ~. ΦΡ το έχω ~ ή το βάζω ~, στενοχωριέμαι για κτ.: Tο έβαλε ~, επειδή δεν έγινε γιατρός. με τρώει το ~, μελαγχολώ.

[τουρκ. maraz `αρρώστια, θλί ψη΄ (από τα αραβ., ίσως αντδ. < ελνστ. μαρασμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραζιάρης -α -ικο [marazjáris] Ε9 : (οικ.) 1. καχεκτικός. 2. που έχει πάθει μελαγχολία, μελαγχολικός. || (ως ουσ.).

[μαράζ(ι) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες