Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαξιμαλιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαξιμαλιστικός -ή -ό [maksimalistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μαξιμαλισμό: Mαξιμαλιστικοί στόχοι που γρήγορα δημιουργούν απογοητεύσεις.

[λόγ. μαξιμαλ(ισμός) -ιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες