Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαντρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντρώνω [mandróno] -ομαι Ρ1 : 1. (ιδ. για πρόσ.) κλείνω ή γενικά περιορίζω κπ., ώστε να μην μπορεί να βγει έξω ή γενικά να ενεργεί ελεύθερα. 2. (για χώρο) περιβάλλω με μαντρότοιχο.

[μάντρ(α) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go