Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντρίζω [mandrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (λαϊκότρ. για ζώο) κλείνω στο μαντρί. 2. (για πρόσ.) μαντρώνω.

[μσν. μαντρίζω < μαντρ(ί) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες