Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντολίνο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντολίνο το [mandolíno] Ο39 : έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερις διπλές χορδές και κυρτό ηχείο, το οποίο παίζεται με πένα: Ο παππούς μου στα νιάτα του έπαιζε ~.

[ιταλ. mando lino]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες