Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντατεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαντατεύω· μαντατεύγω.
  • 1)
    • α) Μηνώ, ανακοινώνω:
      • ταύτ’ η κόρη … συλλογίζεται ίνα τα μαντατεύσῃ τα αδέλφια της (Διγ. Esc. 304
    • β) γνωστοποιώ, αποκαλύπτω:
      • το φως του ηλιού … που μαντατεύγει τα κουρφά κι οπού τα φανερώνει (Ερωτόκρ. Γ́ 1512
    • γ) μεταδίδω ερωτικό μήνυμα:
      • να γυρέψω ετούτη την πολιτική, να τησε μαντατέψω (Κατζ. Έ 372).
  • 2) Μαρτυρώ, καταγγέλλω, καταδίδω:
    • Αν το πω του βασιλιού κι αν τηνε μαντατέψω, σκοτώνει τη (Ερωτόκρ. Ά 1703).

[<ουσ. μαντάτο + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. στο Βλάχ.· τ. ‑εύκω σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες