Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μανταρίνι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανταρίνι το [mandaríni] Ο44 : φρούτο που ανήκει στα εσπεριδοειδή, είναι ζουμερό, γλυκό και αρωματικό και έχει περίπου το ίδιο σχήμα με το πορτοκάλι αλλά είναι μικρότερο σε μέγεθος: Φλούδες / γλυκό / φέτες από ~.

[ιταλ. αρσ. mandarino, πληθ. mandarini που θεωρήθηκε ουδ. εν. (από τα ισπαν.) < mandarina ίσως από την ομοιότητα του χρώματος της ρόμπας των μανδαρίνων (δες λ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανταρινιά η [mandariná] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο που ανήκει στα εσπεριδοειδή και του οποίου καρπός είναι το μανταρίνι.

[μανταρίν(ι) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go