Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μανταλάκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανταλάκι το [mandaláki] Ο44α : μικρό αντικείμενο σε σχήμα λαβίδας, από ξύλο ή πλαστικό, με το οποίο συγκρατούν τα ρούχα, όταν τα απλώνουν για να στεγνώσουν. || (μτφ.): Πολύ μίλησες, βάλε επιτέλους ~, σταμάτα να μιλάς.

[μάνταλ(ο) υποκορ. -άκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go