Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντέκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντέκα η [mandéka] Ο25α : αρωματική αλοιφή που τη χρησιμοποιούσαν για να στερεώνουν το μουστάκι.

[ιταλ. manteca]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες