Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαντάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντάρω [mandáro] -ομαι Ρ6 : επιδιορθώνω τα φθαρμένα σημεία ενός υφάσματος, ιδίως ενδύματος, με βελονιές που μιμούνται την ύφανσή του· καρικώνω: Σακάκι μανταρισμένο στους αγκώνες. ~ τις τρύπιες κάλτσες.

[ιταλ. mendar(e) `διορθώνω΄ με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go