Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαντάμα η [madáma] Ο25α : (λαϊκ.) γυναίκα, κάπως μεγάλης ηλικίας, που διευθύνει οίκο ανοχής.
[ιταλ. madama]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαντάμα η.
-
- Κυρία (ως τιμητικός τίτλ. που έφεραν Φράγκισσες αρχόντισσες):
- (Χρον. Μορ. H 7327).
[<γαλλ. madame (πβ. και ιταλ. madama). Η λ. στο Du Cange και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ)]
- Κυρία (ως τιμητικός τίτλ. που έφεραν Φράγκισσες αρχόντισσες):



