Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανναδόχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μανναδόχος, επίθ.
  • (Με τα ουσ. στάμνος, ‑α) που περιέχει το μάννα:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 559
    • (προκ. για τη Θεοτόκο):
      • (Αλφ. 843), (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1107]).

[<ουσ. μάννα (III) + ‑δόχος. Η λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες