Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαννάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαννάρι το· μαννάριν.
  • Τσεκούρι:
    • εσκοτώνονταν με κοπτερά μαννάρια (Κορων., Μπούας 57).

[<ουσ. μαννάρα + κατάλ. ‑ι. Η λ. στο Somav. (‑ν‑) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες