Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανικέτι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανικέτι το [manikéti] Ο44 : 1. η μανσέτα. 2. (παρωχ.) το μανικετόκουμπο.

[ιταλ. manichetto, πληθ. manichetti που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες