Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μανιακός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μανιακός, επίθ.
  • Παράφορος, τρελός· μανιώδης:
    • (Θησ. (Foll.) I 43
    • άφες το να είσαι μανιακή κατά του ποθητού σου (Λίβ. P 1397).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μανία, τρέλα:
    • μετέπεσεν εις ήμερον, το μανιακόν αφήκεν (Λίβ. P 2271).

[<επίθ. μανικός με μεταπλ. Η λ. σε Γλωσσάρ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανιακός -ή -ό [manakós & maniakós] Ε1 : (για πρόσ.) που κατέχεται από μανία. α. που αγαπά και επιδιώκει έντονα κτ. ή ασχολείται υπερβολικά με αυτό: Είναι ~ με την καθαριότητα / με το ποδόσφαιρο. β. που πάσχει από μανία3: ~ δολοφόνος. || (ως ουσ.) ο μανιακός: Ένας επικίνδυνος ~.

[α: ελνστ. μανιακός· β: λόγ. < ελνστ. μανιακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go