Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανιάζω [maázo] Ρ2.1α μππ. μανιασμένος* : κατέχομαι από μανία2. α. θυμώνω πολύ: Mάνιασε ο βασιλιάς και σήκωσε απειλητικά το μαστίγιό του. β. γίνομαι πολύ έντονος ή βίαιος: Mανιάζει ο άνεμος / η φουρτούνα.

[μσν. μαν(ίζω) μεταπλ. -ιάζω < αρχ. ρ. μαίνομαι μεταπλ. με βάση το γ' πληθ. αορ. ἐμάνησαν (σύγκρ. σήπομαι > ἐσάπησαν > σαπίζω)]

[Λεξικό Κριαρά]
μανιάζω.
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = οργισμένος, αγριεμένος:
    • δράκοι μανιασμένοι (Τζάνε, Κατάν. 481 (βεν. έκδ. μανι‑)).

[<μανίζω αναλογ. με ρ. σε ‑ιάζω· πβ. και μτγν. ‑ιάω. Η λ. και σήμ ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες