Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανδραγόρας ο [manδraγóras] Ο3 : ποώδες φυτό με σαρκώδη καρπό και μεγάλα ωοειδή φύλλα, γνωστό για τις ναρκωτικές και φαρμακευτικές του ιδιότητες: Παλαιότερα πίστευαν ότι η ρίζα του μανδραγόρα έχει μαγικές ιδιότητες εξαιτίας του σχήματός της που μοιάζει με το ανθρώπινο σώμα.
[λόγ. < αρχ. μανδραγόρας]



