Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαναβική η [manavikí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : το επάγγελμα του μανάβη: Aσχολείται με τη ~. Είδη μαναβικής, φρούτα και λαχανικά.
[μανάβ(ης) -ική, θηλ. του -ικός]



